- νυκτεγερσία
- η (Α νυκτεγερσία και νυκτηγρεσία και νυκτεγρεσία και νυχεγρεσία) [νυκτεγερτώ]1. νυκτερινή έγερση προκειμένου να αντιμετωπιστεί ξαφνικός κίνδυνος, νυκτερινός συναγερμός2. ο νυκτερινός συναγερμός που περιγράφεται στη ραψωδία Κ τής Ιλιάδος3. αγρυπνία κατά τη νύχτα σε επίσημες ημέρες θρησκευτικών εορτώναρχ.νυκτερινή φρουρά έξω από σκηνή ή στρατόπεδο ή οικοδόμημα.
Dictionary of Greek. 2013.